- δολώνω
- δόλωσα, δολώθηκα, δολωμένος1. βάζω δόλωμα σε αγκίστρι ή παγίδα: Βάλε δόλωμα στην πετονιά.2. νοθεύω ποτά: Τα ποτά αυτής της κάβας είναι δολωμένα.3. μτφ., εξαπατώ χρησιμοποιώντας δόλο: Πρόσεξε μη σε δολώσουν κατά τη συναλλαγή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.